- μαλλ(ι)οκέφαλα
- τα волосы (на голове);
§ χρωστάω τα μαλλ(ι)οκέφαλά μου — у меня долгов не счесть;
ξώδεψα τα μαλλ(ι)οκέφαλά μου — я растратил, потратил уйму денег
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ χρωστάω τα μαλλ(ι)οκέφαλά μου — у меня долгов не счесть;
ξώδεψα τα μαλλ(ι)οκέφαλά μου — я растратил, потратил уйму денег
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαλλοκέφαλα — μαλλοκέφαλα, τα και μαλλιοκέφαλα, τα μαλλιά του κεφαλιού, μόνο στη φράση: «Ξόδεψα τα μαλλ(ι)οκέφαλά μου», ξόδεψα μεγάλα χρηματικά ποσά, τόσα όσες είναι και οι τρίχες του κεφαλιού μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)